-
1 λιπτομαι
(только part. pf. λελιμμένος) сильно желать, жаждать(μάχης λελιμμένος Aesch.)
οὔτε μεῖον οὔτ΄ ἴσον λελιμμένοι Aesch. — не желая получить ни меньше, ни столько же (сколько другие), т.е. стремясь получить побольше -
2 λίπτομαι
A to be eager, (lyr.): c. gen., to be eager for, long for, μάχης λελιμμένος ib. 380:—later in [voice] Act. [full] λίπτω, A.R.4.813, Lyc.131, Nic.Th. 126. (Cf. λίψ· ἐπιθυμία, Hsch., ἔλιπεν, = ἐπιθυμητικῶς ἤσθιεν, Id., λιψουρία, and perh. Lith. li[ etilde] pti 'command'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίπτομαι
-
3 λίπτω
См. также в других словарях:
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
λίπτω — (Α) 1. (ενεργ και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά 2. μέσ. λίπτομαι είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα *lip τής ΙΕ ρίζας *leip «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται … Dictionary of Greek
μαργώ — μαργῶ, άω (Α) [μάργος] 1. (ιδίως στη μάχη) ορμώ, μαίνομαι («μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.) 2. φρ. «μαργῶσα γνάθος» λαίμαργο σαγόνι, λαίμαργα δόντια 3. είμαι πολύ πρόθυμος να κάνω κάτι («μαργῶν τ ἐπ ἀλλήλοισιν ἱέναι δόρυ», Ευρ.) 4. (κατά… … Dictionary of Greek